επιφυλλίδα — Αυτοτελές άρθρο που δημοσιεύεται στο κάτω μέρος εφημερίδας και χωρίζεται από την υπόλοιπη ύλη με οριζόντια γραμμή. Την ε. εγκαινίασε η γαλλική Εφημερίδα των Συζητήσεων, στα χρόνια της υπατείας του Ναπολέοντα. Το 1842, η ίδια εφημερίδα δημοσίευσε… … Dictionary of Greek
ἐπιφυλλίδα — ἐπιφυλλίς small grapes left for gleaners fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιφυλλιδογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιφυλλίδα ή στον επιφυλλιδογράφο. επίρρ... επιφυλλιδογραφικώς και ά κατά τον τρόπο που γράφεται η επιφυλλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιφυλλιδογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
φεγιετόν — η, Ν άκλ. επιφυλλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. feuilleton «επιφυλλίδα εφημερίδας»] … Dictionary of Greek
επιφυλλιδογράφος — ο αυτός που γράφει επιφυλλίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιφυλλίδα + γράφος (< γράφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στο Δημ. Ν. Βερναρδάκη ως απόδοση στην Ελληνική τού γαλλ. feuilletoniste] … Dictionary of Greek
θαλπερότητα — η 1. η μέτρια θερμότητα, η χλιαρότητα 2. η θαλπωρή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλπερός. Ο λόγιος τ. θαλπερότης μαρτυρείται από το 1895 σε επιφυλλίδα της εφημερίδας Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
μυθιστόρημα — Λογοτεχνικό είδος που προϋποθέτει μια αφήγηση γεγονότων, σε πεζό λόγο, διαρθρωμένων γύρω από μια «πλοκή» ή γύρω από ένα ή περισσότερα πρόσωπα, με ιστορικό ή φανταστικό φόντο. Ένας ακριβής ορισμός του μ. παραμένει ωστόσο μάλλον δυσχερής, γιατί με… … Dictionary of Greek
περιοδικός τύπος — Η έκφραση υποδηλώνει το σύνολο εκείνο των εντύπων (επιθεωρήσεις, δελτία, ακαδημαϊκά δημοσιεύματα, εβδομαδιαία λαϊκά περιοδικά ποικίλων θεμάτων, εξειδικευμένες εκδόσεις, κόμικς, κ.λπ.) που, αν και έχουν μια κανονική περιοδικότητα, αφήνουν να… … Dictionary of Greek
Φρόμπελ, Φρίντριχ Βίλχελμ Όγκουστ — (Fröbel, Oμπερβάισμπαχ, Θουρινγκία 1782 – Μάριενταλ 1853). Γερμανός καθηγητής και παιδαγωγός. Ορφανός από μητέρα από τα πρώτα χρόνια της ζωής του, πήρε θρησκευτική μόρφωση με την καθοδήγηση του πατέρα του και του θείου του και χρίστηκε λουθηρανός … Dictionary of Greek